Σας το είπα ότι ο Απρίλης είναι βαρετός μήνας.
Δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε στα παλιά, να περάσει η ώρα μας.
Μετά το 1994, ας αναλύσουμε το 1995.
Αν σας είχα γράψει ότι για μένα το ‘94 ήταν μαύρο, το ‘95 δεν ήταν
ιδιαίτερα διαφορετικό. Ήταν όμως η τελευταία χρονιά που αισθανόμουν τη μαυρίλα της
εφηβείας στο πετσί μου. Από το 1996 και μετά έβλεπα φως. Το 1995 ήταν η
τελευταία ώρα της νύχτας πριν το ξημέρωμα, και έτσι κατάφερα και απέφυγα τον λάκκο.
Σώθηκα στο τσακ.
Το 1995 ήταν μία χρονιά που ελάχιστα τη θυμάμαι. Ήμουν στη Γ’ Γυμνασίου,
καλός μαθητής, αλλά όχι άριστος. Αξιοπρεπής, με βαθμούς μόνο Α’ και Β’. Γ’ δεν
είχα κανένα! Το bullying της προηγούμενης χρονιάς είχε σταματήσει και μάλιστα με
κάποιους εκ των θυτών έγινα και πάλι φίλος. Είχα αρχίσει να αποκτώ κοινωνική ζωή
– μη φανταστείτε άγρια πράγματα, κανένα σινεμά και κανένα πάρτι στο οποίο τις περισσότερες
φορές δεν ήθελα να πάω. Γκόμενα, φυσικά, δεν είχα. Αλλά ούτε οι άλλοι δυο μου
φίλοι που έκανα τότε παρέα, είχαν, οπότε ήταν μια παρηγοριά.
Το 1995 δεν με ενδιέφερε η Γιουροβίζιον. Ένιωθα ότι ήταν κάτι που
ξεσφούσκωσε από μέσα μου και ότι το είχα ξεπεράσει. Στην τηλεόραση έβλεπα μόνο
Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα και όλα τα προγράμματα του ΑΝΤ1 Κύπρου ο οποίος τότε
μεσουρανούσε με το Baywatch, και ελληνικές σειρές όπως «Της Ελλάδος Τα Παιδιά».
Έβλεπα επίσης κάθε σαββατοκύριακο το αγγλικό τηλεπαιχνίδι «The Crystal Maze» το οποίο έμαθα πρόσφατα ότι στο Λονδίνο υπάρχει ως experience και μπορείς να κλείσεις μία ημερομηνία μέσω του
ίντερνετ, και να πας να το παίξεις με τους φίλους σου, αυτούσιο και απαράλλαχτο
όπως το θυμάστε από την τηλεόραση (είναι ανάρπαστο και πρέπει να κλείσεις μήνες
πριν για να βρεις διαθεσιμότητα).
Με αυτή τη μουντή διάθεση ουδεμία έξαψη ένιωσα όταν έγινε ο κυπριακός
τελικός και είδα ότι την εκπροσώπηση της Κύπρου κέρδισε ο Άλεξ Παναγή με τη «Φωτιά».
Θυμάμαι ότι έβλεπα τον κυπριακό τελικό από μία μικρή τηλεόραση που είχαν οι
γονείς μου στο δωμάτιο τους με ενσωματωμένο βίντεο από κάτω, ξαπλωμένος με τη
μάνα μου στο κρεβάτι και κοροϊδεύαμε τους συμμετέχοντες. Εκ τους οποίους δεν
θυμάμαι κανέναν άλλον πλην του πρωτοεμφανιζόμενου, 17χρονου, Μιχάλη Χατζηγιάννη
ο οποίος είχε και τότε το ίδιο τουπέ το οποίο όμως δεν δικαιολογούνταν
δεδομένου ότι δεν τον ήξερε ούτε η μάνα του. Είχε πει το «Γράμμα» το οποίο
έβρισκα χάλια και δεν καταλάβαινα γιατί κάποιοι, μετά, στο σχολείο θεωρούσαν
ότι εκείνο έπρεπε να μας εκπροσωπήσει.
Θυμάμαι, επίσης, ότι ακόμη και το γεγονός ότι οι παρουσιαστές της βραδιάς
ήταν η Ευρυδίκη με τον Θεοφάνους το είχα βρει too much. Στα 90ς, από ένα σημείο και μετά είχαν καταντήσει μαϊντανοί
αμφότεροι. Το ότι η νύχτα άνοιξε με το «Είμαι Άνθρωπος Κι Εγώ» και συνεχίστηκε
με μία πλειάδα τραγουδιών από το επίκαιρο, τότε, άλμπουμ της Ευρυδίκης, «Φθινόπωρο
Γυναίκας» ήταν περισσότερο προώθηση της δισκογραφίας της τραγουδίστριας, παρά
εθνικός τελικός. Εντάξει τόσα ήξερε το ΡΙΚ, τόσα έκανε.
Από τον εθνικό τελικό του 1995 δεν είχα ξεχωρίσει τίποτα με το οποίο θα ήμουν
ευχαριστημένος. Ο Χατζηγιάννης δεν μου έκανε, αλλά σίγουρα δεν μου έκανε και ο
Παναγή. Του οποίου το τραγούδι, σημειώστε, ουδεμία σχέση είχε με το έπος που
τελικά παρουσιάστηκε στη σκηνή του Δουβλίνου. Τη νύχτα του εθνικού τελικού
ακούσαμε ένα τερατώδες πράμα, σαν κακό ντέμο, το οποίο αν πήγαινε όπως ήταν στο
Δουβλίνο, ούτε δεκάδα, ούτε εικοσάδα δεν θα βλέπαμε. Ο Παναγή ντυμένος μοντέρνα,
με δύο Καρυάτιδες πίσω του, και τους τυμπανοκρούστες στα πλάγια. Ένας
ντροπιαστικός αχταρμάς.
Όταν κέρδισε η «φωτιά» εγώ είπα «φτάνει με τη Γιουροβίζιον» όση είδαμε,
είδαμε. Και σταμάτησα να ασχολούμαι. Ήταν γνήσια η αδιαφορία. Δεν ήταν
ακκισμοί. Για να φανταστείτε όταν το ΡΙΚ μετέδωσε το Α’ μέρος των βίντεο κλιπ
των συμμετεχόντων κάπου κοντά στο Πάσχα βαρέθηκα να καθίσω να τα δω. Τα
παρακολούθησα την επόμενη μέρα και τα βρήκα όλα τόσο άνοστα και άγευστα που, όπως
και στο 1994, τα διέγραψα και έγραψα από πάνω μία σειρά που ήθελα να δω. Οπότε
τα βίντεο κλιπ του 1995, το Α’ μέρος τουλάχιστον, είναι η μόνη κασέττα vhs που υπάρχει κουτσουρεμένη στο αρχείο μου.
Όταν όμως μεταδόθηκε το Β’ μέρος, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και η
συμμετοχή της Κύπρου, αναθάρρεψα. Κατ’ αρχάς όταν άκουσα το revamped version του «Στη Φωτιά», αναρωτήθηκα εάν επρόκειτο για το ίδιο
τραγούδι το οποίο είχαμε ακούσει στον εθνικό τελικό. Το πήρε ο Γ. Θεοφάνους,
του άλλαξε τα φώτα στο μεταξύ, και το έκανε ένα αριστούργημα. Ένα πολεμικό εμβατήριο
με έθνικ στοιχεία και ένα βίντεο κλιπ το οποίο προήγαγε την ελληνικότητα της Κύπρου.
Ένα θαύμα! Εκεί άρχισα να παρατηρώ εκ νέου το τραγούδι και σιγά-σιγά να το
συμπαθώ. Άρχισα να σκέφτομαι ότι εν τέλει αυτό το τραγούδι είναι τρομερό, τέρμα
addictive, και να αναρωτιέμαι αν θα το καταλάβουν ή και το
εκτιμήσουν οι Ευρωπαίοι τον Μάιο. Το βίντεο κλιπ το οποίο είχε γυριστεί στο αρχαίο
θέατρο του Κουρίου έδειχνε ένα θίασο που έκανε πρόβες για να ανεβάσει αρχαίο
δράμα και ήταν υπέροχο! Ήλπιζα να μεταφερθεί αυτούσιο και επί σκηνής. Όπως και
να ‘χει, η συμμετοχή μας του 1995 ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις που ξεκίνησε
με παντελές μίσος και εξελίχθηκε σε τεράστιο έρωτα (έτσι γίνεται συνήθως και μεταξύ
των ανθρώπων) και από εκεί που δεν μου καιγόταν καρφί για τη Γιουροβίζιον, γεννήθηκε
μία μικρή σπίθα ενδιαφέροντος ξανά.
Τη νύχτα του Διαγωνισμού την παρακολουθήσαμε στο σπίτι.
Χρησιμοποιώ πρώτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού. Αλλά επί της ουσίας τον Διαγωνισμό
τον είδα και πάλι μόνος μου. Τον καιρό εκείνο, οι γονείς μου καλούσανε στο
σπίτι φίλους τους για χαρτιά τα Σαββατόβραδα. Έπαιζαν παρτίδες μέχρι πολύ αργά,
πήγαινε 2-3 το πρωί να το τερματίσουν. Οπότε η νύχτα του Διαγωνισμού δεν
αποτελούσε εξαίρεση. Μου κουβαλήσανε το καρέ στο σαλόνι και ανάμεσα στην κάπνα
των πούρων και την πράσινη τσόχα, προσπαθούσα εις μάτην να παρακολουθήσω τον
Διαγωνισμό με την ησυχία μου. Οι «γέροι» (έτσι τους αποκαλούσα τότε κι ας ήταν
οι πλείστοι μεταξύ 45-50 ετών), δεν με άφησαν σε ησυχία. Παίζανε πόκερ και
ταυτόχρονα χλευάζανε τα τραγούδια. Ως ένα σημείο αυτό το αποδεχόμουνα γιατί
έχει κι αυτό τη γλύκα του όταν βλέπεις Γιουροβίζιον με παρέα.
Όταν όμως άρχισε η βαθμολογία και είχα αγωνία γιατί είδα ότι πηγαίναμε καλά
και είχαμε πιθανότητες διάκρισης μου έπρηξαν τα αρχίδια. Ειδικά ένας φίλος του πατέρα
μου που είχε διατελέσει και υπουργός εξωτερικών σε παλαιότερη κυβέρνηση και
γνώριζε τα διεθνή, δεν έβαλε γλώσσα μέσα του. Κάθε φορά που ψήφιζε μια χώρα, μας
γκαντέμιαζε πριν καν αρχίσει η παρουσιάστρια να μοιράζει βαθμούς. «Α, οι Δανοί
ψηφίζουν; Δεν μας συμπαθούν αυτοί, τίποτα δεν θα μας δώσουν!» «Α, οι Πολωνοί ψηφίζουν;
Αυτοί είναι τουρκόφιλοι δεν πρόκειται να μας δώσουν ούτε μία ψήφο!» Έτσι το
πήγε όλη νύχτα. Ακόμη κι όταν πήραμε το θρυλικό δωδεκάρι της Ουγγαρίας είπε: «Ε,
για παρηγοριά μας το δώσανε, ούτε αυτοί μας συμπαθούν!» Θυμάμαι ότι κάποια
στιγμή σηκώθηκα και τράβηξα με δύναμη μία πόρτα που χώριζε το σαλόνι από το χωλ
επιδειχτικά για να τους δείξω ότι δεν τους άντεχα άλλο. Σημειώστε ότι ήμουν 15χρονος,
δεν με έπαιρνε να βγάλω γλώσσα. Η πόρτα έκλεισε με κρότο κάνοντας εμφανές το point μου, αλλά σηκώθηκε η μάνα μου αμέσως και
την άνοιξε πάλι.
Σας τα περιγράφω όλα αυτά και τα ξαναζώ και δεν ξέρετε πόσο θεραπευτικό
είναι.
Επί της ουσίας, το 1995 θα το αναλύσουμε τραγούδι-τραγούδι στα επόμενα posts. Να σας πω πάντως ότι με τα χρόνια θεωρώ τη «Φωτιά» μία από
τις καλύτερες μας εμφανίσεις, και λυπάμαι που δεν ακολουθήθηκε η συνταγή με επιτυχία
τα επόμενα χρόνια (το Γένεσις προσπάθησε να το κάνει αλλά ήταν μετριότατη απόπειρα).
Η Κύπρος είναι χώρα με εθνικό μουσικό πλούτο. Εκεί έπρεπε να ποντάρει και όχι στους
Κοντόπουλους.
Δεν θ’ άντεχα αν δεν το έλεγα.
Τα υπόλοιπα σύντομα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου