Ταιριάξαμε Με Το 1992

Είδα χθες ότι η σκηνή στο Μάλμο άρχισε να στήνεται.

Όταν η σκηνή αρχίζει να στήνεται, πάει να πει ότι όλα πια μπαίνουν στην τελική ευθεία. Και τι πιο ωραίο από το να ροκανίσουμε τον χρόνο μέχρι την αγαπημένη μας εβδομάδα του Μαΐου, κάνοντας ένα flashback στην πρώτη φορά που ο Διαγωνισμός διοργανώθηκε στο Μάλμε, και να θυμηθούμε πράματα και θάματα. Εξάλλου, το μπλογκ αυτό δημιουργήθηκε κυρίως για το νοσταλγικό του πράγματος και όπως γνωρίζετε έχουμε αφήσει τα ‘90ς μισοτέλειωτα.

Ας πάμε στο 1992, λοιπόν.

Πριν αγγίξουμε όμως την ουσία του Διαγωνισμού του 1992, θα αρχίσουμε ως είθισται με ένα κείμενο για τον Εθνικό, Κυπριακό Τελικό του 1992 συνδυασμένο με το τι συνέβαινε στη ζωή μου τον καιρό εκείνο. Όχι επειδή υπάρχει κάποια αντιστοιχία μεταξύ των δύο, αλλά επειδή εγώ έτσι αντιλαμβάνομαι τη Γιουροβίζιον, ως ένα ποτάμι που έτρεχε πάντα παράλληλα με το τι συνέβαινε στη ζωή μου.

Το 1992 το θυμάμαι πολύ φωτεινά μέσα στο μυαλό μου. Ήταν μία από τις ωραιότερες χρονιές της ζωής μου. Ήμουν στη ΣΤ’ Δημοτικού και διένυα την πιο πετυχημένη χρονιά της μέχρι τότε ζωής μου. Ήμουν ένας πολύ καλός μαθητής και ένας από τους πιο αγαπητούς της τάξης. Η δημοφιλία μου ήταν τεράστια, σε βαθμό που ούτε εγώ καταλάβαινα το γιατί. Είχα για πρώτη φορά κορίτσι, μετά είχα κι άλλο κορίτσι, και γενικά ήταν μια χρονιά που σημαδεύτηκε από έρωτες, ίντριγκες και πάθη, πολλά πάρτυ και πολλούς slow χορούς με το wind of change των Scorpions.

Με θυμάμαι, επίσης, κάθε απόγευμα, στο πάρκο της γειτονιάς να δίνω ραντεβού με συμμαθήτριες μου, ύστερα να κάνω βόλτες με τα ποδήλατα με συμμαθητές μου, γενικά ζούσα μία αρχή εφηβείας στην οποία ήμουν το επίκεντρο και το απολάμβανα όσο τίποτα. Αυτό δεν κράτησε πολύ, μόνο μια χρονιά. Ύστερα, σταδιακά, γαμήθηκε η φάση, στο Γυμνάσιο πέρασα χάλια, αλλά τη Στ’ Δημοτικού, έχω να τη θυμάμαι κορώνα στο κεφάλι μου - ήταν όλα τέλεια.

Κατ’ αντιστοιχία, ήταν και η Γιουροβίζιον του 1992 σε μία πολύ δυνατή φάση της. Θυμάμαι ότι τα τραγούδια είχαν μεγάλο σουξέ, πολλοί συμμαθητές μου τα γνώριζαν και μάλιστα τα είχαν και περί πολλού. Θυμάμαι τον διπλανό μου, τον Στέλιο, που μου είχε πει ότι τα ήξερε όλα απέξω γιατί οι γονείς του έπαιζαν την κασέτα με τις συμμετοχές κάθε μέρα στο σπίτι και είχε καταλήξει να τα έχει απομνημονεύσει όλα. Μάλιστα, την ώρα του μαθήματος, τον θυμάμαι να σιγοτραγουδά το τραγούδι της Δανίας. Αυτά σήμερα ακούγονται αστεία, αλλά τότε ήταν ενδεικτικά της αποδοχής και της σοβαρότητας που τύγχανε η Γιουροβίζιον πρωτίστως ως γεγονός και δευτερευόντως ως τηλεοπτικό πρόγραμμα.

Το 1992 ήταν η τελευταία χρόνια του ΡΙΚ ως το μοναδικό τηλεοπτικό κανάλι της χώρας. Έχοντας το μονοπώλειο, μπορούσε ακόμα να πείσει ότι η Γιουροβίζιον ήταν ακόμα μία πολύ σοβαρή υποχρέωση μας. Από το 1993 και μετά, όταν άνοιξαν ιδιωτικά κανάλια και είδαμε ότι υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές, το πράγμα άρχισε να φθίνει.

Τέλος πάντων.

Το 1992 διοργανώθηκε και πάλι Εθνικός Τελικός για την επιλογή του Τραγουδιού μας. Διοργανώθηκε στο Συνεδριακό Κέντρο, το οποίο σήμερα θεωρείται κτήριο προς απόσυρση και επικίνδυνο για κατάρρευση, και με παρουσιάστρια την Ειρήνη Χαραλαμπίδου, για την οποία θα μπορούσε κάποιος να πει τα ίδια λόγια με αυτά για το κτήριο. 


Ο Εθνικός Τελικός του 1992 ήταν μια ευχάριστη έκπληξη και μία ευτυχής συγκυρία. Ήταν καλός! Λέγοντας καλός, εννοώ ότι από τα οκτώ τραγούδια που διαγωνίστηκαν, τα πέντε ήταν αξιοπρεπέστατα. Αξιοπρεπέστατα για τα κυπριακά δεδομένα πάντα, τα οποία θεωρούνται κατεξοχήν τριτοκοσμικά. Ήταν, όπως και να ‘χει, μία πρόοδος από τα προηγούμενα χρόνια που στην πλειοψηφία τους, πλην του νικητήριου τραγουδιού, άντε και του runner up, τα υπόλοιπα ήταν τραγούδια φαρσοκωμωδίες, για να γεμίζει ο τηλεοπτικός χρόνος. Το 1992 δεν ήταν έτσι. Είχε ενδιαφέρουσες προτάσεις τηρουμένων των αναλογιών και βάσει των ακουσμάτων του 1992.

Δεν θα ξεχάσω και τη cult συμμετοχή του «Alexis» με το «Σι Ύφεση, Λα Δίεση», ο οποίος στα σημεία των καιρών και σύμφωνα με το περιοδικό «Φλας» θεωρούνταν ο «τραγουδιστής της νεολαίας». Είχε ένα στίχο, από άλλο πλανήτη: «Ακούω έργο του Ροσσίνι όταν κλαις, και μελωδίες του Μπελλίνι σε όσα λες!» Για να μη σχολιάσω την αναγεννησιακή γέφυρα και τις υποκλίσεις με τους χορευτές. Τι ζήσαμε σ’ αυτή τη ζωή! Αξίζει να δείτε το βίντεο. 


Φυσικά, ήταν η χρονιά της Ευρυδίκης και το ξέραμε όλοι. Η Ευρυδίκη ήταν ήδη φτασμένη τραγουδίστρια. Όταν λέω «φτασμένη» εννοώ ότι ήταν η μόνη εκ των συμμετεχόντων που ήταν γνωστή και στην Αθήνα. Είχε ήδη μία ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά στην πλάτη της, ένα αναγνωρισμένο σουξέ, «Το Μόνο Που Θυμάμαι», και ήταν η Τρίτη φορά που δοκίμαζε να μας εκπροσωπήσει. Είχε δοκιμάσει και τις προηγούμενες χρονιές να μας εκπροσωπήσει, ανεπιτυχώς. Το 1990 με το «Αυτά Τα Λόγια Που Μου Λες» και το 1991 με το «Ο Επόμενος Αιώνας». Ήταν κοινό μυστικό ότι θα ήταν η σειρά της. Ο ίδιος ο Γιώργος Θεοφάνους, με το που πήρε το χρίσμα το 1992, βγήκε στη σκηνή και ευχαριστώντας την επιτροπή είπε με το γνωστό, γλυκό, του ύφος ότι η επιτροπή διάλεξε σωστά, αλλά «ολίγον καθυστερημένα» (εννοώντας ότι του άξιζε να κερδίσει και τις προηγούμενες χρονιές). 

Θυμάμαι ότι ήθελα κι εγώ να επιλέξουμε την Ευρυδίκη ως εκπρόσωπο μας. Αλλά με το τραγούδι δεν είχα ενθουσιαστεί. Περίμενα κάτι μοντέρνο σαν «Το Μόνο Που Θυμάμαι». Το «Ταιριάζουμε» δεν ήταν έτσι. Ήταν αυτό που ονόμαζαν τότε «φεστιβαλική μπαλάντα». Είχε ένα γλυκό ρεφραίν, αλλά το κουπλέ δεν μου προκαλούσε ενδιαφέρον. Επίσης, η χορογραφία της Ευρυδίκης με εκείνα τα μνημειώδη «αχ, αχ, αχ, αχ» είχαν γίνει γελοιογραφία. Θυμάμαι συμμαθήτριες μου στην αυλή του σχολείου να την αναπαριστούν και να γελάνε. Εκ των υστέρων, εννοείται ότι αυτή η χορογραφία είναι η μόνη που μας έμεινε και θεωρείται πλέον σήμα κατατεθέν του τραγουδιού.

Εκτός των παραπάνω, υπήρξαν κι άλλες αστοχίες κατά τη γνώμη μου.

Κατ’ αρχάς το κόκκινο φουστάνι με τις χρυσές παγιέτες, ήταν ανεκδιήγητο. Και δυστυχώς, όχι μόνο δεν το πέταξαν μετά την πρόκριση, αλλά το μεταποίησαν και το χρησιμοποίησαν και στον Διαγωνισμό. Μπορεί σήμερα να το βλέπω γλυκά και να το θεωρώ αναπόσπαστο κομμάτι του τραγουδιού, αλλά τότε το έβρισκα φρικτό. Επιπλέον, η Ευρυδίκη είχε την ατυχία να της διαρρήξουν το δωμάτιο του ξενοδοχείου στο Μάλμε και να της κλέψουν τα κοσμήματα που θα φορούσε εκείνο το βράδυ. Εμφανίστηκε χωρίς κοσμήματα. Για τέτοιες φτώχιες μιλάμε. 

Επίσης, άλλη μια τεράστια αστοχία ήταν και το βίντεο κλιπ. Δεν ξέρω πώς τους ήρθε να γυρίσουν εκείνο το καρά-κιτσάτο βίντεο με το παραδοσιακό κρεβάτι στους αγρούς, στα χιόνια, τα όρη και τα παραρά. Είχε γίνει ανέκδοτο τότε. Θυμάμαι ότι στο σχολείο βγάλαμε ιστορίες για το «πώς νιώθει το κρεβάτι» σε κάθε χώρο. Κατόπιν εορτής, ο Θεοφάνους και η Ευρυδίκη απαξίωσαν το βίντεο κλιπ, και όταν εμφανίστηκαν στη δημοσιογραφική διάσκεψη στο Μάλμε αρνήθηκαν να το προβάλουν στους ξένους δημοσιογράφους. 

Αντ’ αυτού, έπαιξαν ένα άλλο βίντεο κλιπ της Ευρυδίκης, το «Φύγε» (το οποίο είχε σκηνοθετήσει η πεθερά μου), και από πάνω έβαλαν το «Ταιριάζουμε», κι ας μην ταίριαζε με την εικόνα. Τόσο πολύ δεν τους άρεσε. 



Όπως και να ‘χει. Το «Ταιριάζουμε», σήμερα, το θεωρώ ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχουμε στείλει ποτέ. Είναι απίστευτο το πόσες «ματσαράγκες» συνέβησαν σε εκείνη τη συμμετοχή, ακόμα και το stand του μικροφώνου κόντεψε να της πέσει επί σκηνής, κι όμως ακόμη και σήμερα το αγαπάμε και το θεωρούμε μνημειώδες τραγούδι και iconic. Πιο πολύ από τις τρεις συμμετοχές της Ευρυδίκης στον Διαγωνισμό, το Ταιριάζουμε εκτιμώ.

Δυστυχώς δεν μας ταίριαξε βαθμολογικά, και κατετάγη ενδέκατο.

Δεν πειράζει. 

Σχόλια