Μια Ζωή Αναμνήσεις

Ο Απρίλης, όπως έχω ξαναπεί, είναι ένας άθλιος γιουροβιζιακός μήνας, καθότι τίποτε αξιόλογο δεν συμβαίνει. Πέραν κάποιων Γιουροβίζιον πάρτι στο Άμστερνταμ και το Λονδίνο, τα οποία δεν μου προξενούν το παραμικρό ενδιαφέρον, απλώς περιμένουμε να στηθεί η σκηνή και να μπει ο Μάης να δούμε τι θα δούμε. Ως εκ τούτου, δεν ξέρω πώς θα κρατήσω αυτό το μπλογκ ζωντανό. Έχω σκεφτεί 2-3 θέματα που θέλω να αναπτύξω, αλλά σιγά – σιγά. Σήμερα, λέω να γράψω ένα κείμενο για το πώς έγινα φαν του Διαγωνισμού και τις πρώτες αναμνήσεις που έχω απ’ αυτόν. Τα έχω ξαναπεί από καιρού εις καιρόν στο άλλο μου μπλογκ, αλλά μιας και εδώ γράφω κυρίως αναμνήσεις και σχόλια, καλό είναι να υπάρχουν κατεγραμμένα πιο αναλυτικά, για όλους όσοι μπορούν να συμμεριστούν το πάθος και την αγάπη μου για τον Διαγωνισμό. 

Γεννήθηκα στα τέλη του ’80, λίγο πριν την πρώτη συμμετοχή της Κύπρου στον Διαγωνισμό. Θεωρώ τη γενιά μου εφάμιλλη του Διαγωνισμού και της απήχησης που είχε στο νησί καθότι ήταν κάτι το οποίο γνωρίσαμε και αγαπήσαμε παράλληλα με την πορεία της ζωής μας. Ο Διαγωνισμός αυτός σήμαινε πολλά για την Κύπρο στη δεκαετία του ’80, αφού ήταν η μόνη διέξοδος σε μεγάλα τηλεοπτικά γεγονότα του εξωτερικού, ήταν ο μόνος τρόπος να προβληθεί δωρεάν η χώρα ως τουριστικό προϊόν, και εν μέρει να προβληθεί το Κυπριακό ως πολιτικό πρόβλημα. Και σήμερα ισχύουν τα πιο πάνω, αλλά τω καιρώ εκείνο ήταν ο μόνος τρόπος και καθιστούσε τον Διαγωνισμό εφάμιλλο των Ολυμπιακών Αγώνων. Σήμερα υπάρχουν κι άλλα μέσα και θεωρείται απλώς ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα, ένα τάλεντ σόου λίγο πιο γκλάμορους από τα υπόλοιπα.

Στα παιδικά μου χρόνια η Γιουροβίζιον ήταν το γεγονός της χρονιάς. Να φανταστείτε ότι τα περιοδικά της εποχής, την περίοδο του Διαγωνισμού, είχαν ένθετο δώρο ένα βιβλιαράκι με τους στίχους του κάθε τραγουδιού, κάτι το οποίο σήμερα το βρίσκω εξωφρενικό που συνέβαινε.  

Τότε δεν υπήρχε το ίντερνετ και η πρόσβαση στο τι ακούνε έξω δεν ήταν εύκολη. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να μάθεις τι μπορεί να ακούνε στην Νορβηγία φερ’ ειπείν. Όχι ότι ενδιέφερε και πολλούς. Αλλά όσοι είχαν κάποια φαγούρα ως προς τι ακούγεται σε άλλες χώρες, μόνο τη Γιουροβίζιον είχαν ως διέξοδο. Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση του ΡΙΚ, τα οποία είχαν το μονοπώλιο των μίντια, έπαιζαν μόνο αγγλική και αμερικάνικη μουσική. Οπότε για οτιδήποτε άλλο, υπήρχε μόνο η Γιουροβίζιον.

Η πρώτη μου επαφή με τον Διαγωνισμό ήρθε το 1982 με τη συμμετοχή της Άννας Βίσση. Φυσικά ήμουν δύο ετών μωρό, δεν υπήρχε τρόπος να γνωρίζω τι πάει να πει Γιουροβίζιον, αλλά οι γονείς μου, μου έχουν πει ότι όποτε άκουγα στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο το «Μόνο η αγάπη» ενθουσιαζόμουν και μάλιστα προσπαθούσα να το τραγουδήσω. Δεν έχω προσωπική ανάμνηση από αυτό το γεγονός, αλλά το Μόνο Η Αγάπη είναι η αγαπημένη μου κυπριακή συμμετοχή, και θεωρώ ότι έστω κι έτσι επιβεβαιώνεται ότι μου άρεσε εξ απαλών ονύχων. Κάπου βαθιά μέσα στο μυαλό μου υπάρχει μία θολή ανάμνηση του σπιτιού της γιαγιάς μου, στο οποίο μέναμε τότε οικογενειακώς, να ακούγεται το Μόνο η Αγάπη στον ηλιακό και εγώ να παίζω με ένα παιχνίδι πάνω στο χαλί, αλλά δεν ξέρω αν αυτό συνέβη στ’ αλήθεια, ή αν είναι μία ψευδαίσθηση, δημιούργημα της φαντασίας μου.

Η δεύτερη μου ανάμνηση από τον Διαγωνισμό, για την οποία είμαι 100% σίγουρος ότι συνέβη και τη θυμάμαι σαν χθες, είναι το «Άσπρο – Μαύρ0». Θυμάμαι ότι το 1987 μέναμε πια στο διαμέρισμα μας στην πολυκατοικία, και εγώ βρισκόμουν κρυμμένος κάτω από το τραπέζι του σαλονιού και έστηνα τα παιχνίδια μου. Στην τηλεόραση έπαιζε το Δελτίο των 6:00 και η Φρύνη Παπαδοπούλου η οποία παρουσίαζε τις ειδήσεις, ανακοίνωσε ότι το τραγούδι που θα μας εκπροσωπούσε στον Διαγωνισμό ήταν το Άσπρο – Μαύρο με την Αλέξια. Τότε δεν γινόταν εθνικός τελικός ακόμα, επρόκειτο για εσωτερική επιλογή συμμετέχοντα η οποία ανακοινωνόταν στο ευρύ κοινό κατόπιν εορτής. Στο καπάκι άρχισε να προβάλλεται το βίντεο κλιπ. Θυμάμαι ότι ξεπρόβαλα από κάτω από το τραπέζι και άκουγα το τραγούδι. Ούτε τι ήταν η Γιουροβίζιον ήξερα, ούτε ποια ήταν η Αλέξια, ούτε γιατί έπαιζε το συγκεκριμένο τραγούδι καταλάβαινα. Θυμάμαι όμως ότι μου άρεσε υπερβολικά η μελωδία και είχα καθηλωθεί.

Ύστερα, το ίδιο βράδυ στο Δελτίο Ειδήσεων των 8:30, προβλήθηκε ξανά το τραγούδι (τότε ήταν εθνικό γεγονός, το έπαιζαν με κάθε ευκαιρία). Το έπιασε ξανά το αφτί μου και ενώ ήταν «ώρα για ύπνο» κάθισα και το ξανάκουσα, και αναρωτιόμουν γιατί το συγκεκριμένο τραγούδι έπαιζε στην τηλεόραση σε επανάληψη. Δεν μου εξήγησε κανένας τι και πως, θυμάμαι ότι ήμουν μόνος μου με τη μάνα μου στο σπίτι και βιαζόταν να με βάλει για ύπνο. Το Άσπρο – Μαύρο έγινε τεράστια επιτυχία στην Κύπρο εκείνη τη χρονιά. Το ακούγαμε παντού, στις παραλίες, στα πανηγύρια του κατακλυσμού και του 15αυγούστου, αλλά και πάλι, δεν γνώριζα ότι επρόκειτο για κυπριακή συμμετοχή στη Γιουροβίζιον. Δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε ο Διαγωνισμός. Ήξερα απλά ότι υπήρχε ένα τραγούδι που λεγόταν «Άσπρο – Μαύρο» και πως όποια πέτρα σήκωνες ήταν από κάτω.

Το 1989 ήταν η πρώτη χρονιά που έμαθα ότι υφίσταται ο Διαγωνισμός. Ένα βράδυ που είχαν βγει οι γονείς μου, ήρθε η γιαγιά μου να μας προσέχει. Η γιαγιά μου ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος γενικά, μπορώ να γράψω βιβλίο για εκείνην. Όποτε ερχόταν να μας κάνει baby sitting έφερνε μαζί της βιντεοταινίες για να βλέπει στο βίντεο ενόσω εμείς κοιμόμασταν για να περνά την ώρα της. Θυμάμαι ότι εκτός από βιντεοκασέτες των σταρ της εποχής (βλ. Στάθη Ψάλτη, Γαρδέλη, Βουγιουκλάκη κτλ), έφερνε και παλιούς Διαγωνισμούς της Γιουροβίζιον και τους έβλεπε σε επανάληψη. Κάτι το οποίο κάνω κι εγώ πλέον σήμερα. Τότε το έβρισκα εντελώς κουφό. Μάλιστα, θυμάμαι ένα βράδυ που είχε βάλει να ξαναδεί τον Διαγωνισμό του 1986 και έβλεπε τη συμμετοχή της Ολλανδίας. Εγώ καθόμουν δίπλα της και παρακολουθούσα μαζί της. Έπλεκε πουλόβερ και έβλεπε Γιουροβίζιον. Θυμάμαι που της είπα «πώς μπορείς και βλέπεις αυτές τις αηδίες, 100 τραγούδια σε διαφορετικές γλώσσες τις οποίες δεν καταλαβαίνεις; Καλά και δεν βαριέσαι!»

Η γιαγιά μου δεν πτοούνταν. Στην καθισιά της έβλεπε παλιούς Διαγωνισμούς ή έκανε δουλειές του σπιτιού και είχε το σόου να παίζει στο φόντο για μουσική. Το θεωρούσα παραξενιά! Πού να ήξερα!

Όπως και να έχει, την ίδια χρονιά, δηλαδή το 1989 ήταν η πρώτη φορά που έμαθα ότι υπήρχε ο Διαγωνισμός και μάλιστα, όταν λίγο καιρό μετά διεξήχθη στη Λωζάνη και οι γονείς μου κάθισαν να τον δουν, μου επετράπη να ξενυχτίσω μαζί τους και να παρακολουθήσω λίγο από το πρόγραμμα, με την προϋπόθεση ότι θα πήγαινα για ύπνο μετά τη συμμετοχή της Κύπρου. Η Κύπρος εμφανιζόταν ενδέκατη εκείνη τη χρονιά, οπότε ουσιαστικά μου επετράπη να παρακολουθήσω το μισό σόου. Δεν είχα ιδέα ποιο θα ήταν το τραγούδι μας, δεν ήξερα ποιοι μας εκπροσωπούσαν και θυμάμαι ότι το «Απόψε Ας Βρεθούμε» το άκουσα εκείνο το βράδυ για πρώτη φορά. Μάλιστα, θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως θα βγούμε πρώτοι γιατί έτσι, όταν είσαι μικρός και όλοι σε αγαπούν και όλα περιστρέφονται γύρω από σένα, θεωρείς πως όλα περιστρέφονται και γύρω από τη χώρα σου.

Η μάνα μου κρατούσε ένα ντοσιέ εκείνο το βράδυ και κατέγραφε όλες τις συμμετοχές και τις βαθμολογούσε μαζί με τον πατέρα μου. Επειδή από γεωγραφία η μάνα μου δεν σκαμπάζει και δεν ήξερε ούτε τις χώρες, ούτε τις σημαίες τους, θυμάμαι ότι έγραφε ένα χαρακτηριστικό από κάθε συμμετέχοντα για να τον ξεχωρίζει. Για την Αγγλία έγραφε «Ο φαλακρός με την κοτσίδα – βαθμολογία 5», «εκείνη με το χρυσό μαλλί – 3» (εννοώντας το Λουξεμβούργο), «εκείνη με το κόκκινο φόρεμα – 7» (εννοώντας τη Δανία), και ούτω καθεξής. Επίσης θυμάμαι ότι της άρεσε ο Σουηδός και ότι πείραζε τον πατέρα μου σχετικά. Γελοίες αναμνήσεις οι οποίες όμως μου προκαλούν τεράστια χαρά και θαλπωρή όποτε τις ανακαλώ στη μνήμη μου.

Θυμάμαι ότι μετά τη συμμετοχή της Κύπρου με έβαλαν με το ζόρι για ύπνο και υποσχέθηκαν ότι αν κερδίζαμε θα με ξυπνούσαν για να το ζήσω. Όταν το επόμενο πρωί ξύπνησα απ’ τα χαράματα και θυμήθηκα την υπόσχεση, έτρεξα στο υπνοδωμάτιο τους να τους ξυπνήσω και να τους ρωτήσω αν κερδίσαμε. Ήμουν σίγουρος ότι είχαμε έρθει πρώτοι, απλά ήθελα να μου το επιβεβαιώσουν. Η μάνα μου μου είπε ότι «κέρδισε εκείνο που βγήκε τελευταίο» (δεν ήξερε ότι επρόκειτο για τη Γιουγκοσλαβία, όπως σας είπα, από γεωγραφία μηδέν). Το πόσο νευρίασα δεν περιγράφεται. Ζήτησα να μου παίξει την κασέτα στο βίντεο για να το πιστέψω. Ομολογουμένως το Rock Me ως ένα εύπεπτο ποπ τραγούδι προσφιλές στα παιδικά αφτιά, μου άρεσε, και αποδέχτηκα την ήττα ως δίκαιη.

Το 1989, λοιπόν, ήταν η πρώτη μου, επίσημη επαφή με τον Διαγωνισμό. Μετά το πέρας της διεξαγωγής του, όμως, τον είχα ξεχάσει. Δεν ασχολήθηκα μαζί του. Ούτε έβαλα να τον ξαναδώ, ούτε τα τραγούδια είχα μελετήσει, ούτε με πήρε ο πόνος να δώσω συνέχεια. Τον είδα, τον έμαθα, φτάνει. Ήμουν εννέα χρονών, είχα άλλες έγνοιες. Πάντως, αν κάτι ακόμα θυμάμαι, είναι ότι στο Δημοτικό σχολείο στο οποίο πήγαινα, με το πέρας της διδασκαλίας, όσα παιδιά έμεναν εκεί για φύλαξη και απογευματινή απασχόληση επειδή οι γονείς τους αδυνατούσαν να τα σχολάσουν, έβλεπαν Γιουροβίζιον! Ένα απόγευμα που έκατσα κι εγώ μαζί τους, μας έβαλαν να δούμε σε επανάληψη τον Διαγωνισμό οι δάσκαλοι, έτσι γιατί δεν είχαν τι να μας κάνουν. Μου είχε κάνει εντύπωση, και ακόμα με εντυπωσιάζει όταν το σκέφτομαι, πόσο σημαντικός θεωρούνταν ο Διαγωνισμός τότε, σε βαθμό που μας τον έδειχναν ακόμα και στο σχολείο, έστω κι έτσι.

Ήταν το 1990 όταν ο Διαγωνισμός με βάρεσε στο κεφάλι και έγινα το φρικιό που είμαι σήμερα. Δεν ξέρω γιατί. Γενικά θεωρώ το 1990 σημαδιακή χρονιά για τη ζωή μου. Θεωρώ ότι τότε άρχισα να διαμορφώνω προσωπικότητα και χαρακτήρα. Και όλα αυτά γιατί άκουσα τη συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας. Με το που είδα την Τάτσι και νόμισα πως επρόκειτο για τη Μαίριλιν Μονρό, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Θυμάμαι ότι σχολίασα «μα, αυτή δεν πέθανε;» Μετά μου εξήγησαν ότι «καμία σχέση», είναι μία βαλκάνια, κακομοίρα που τη μιμείται. Ερωτεύτηκα την Τάτσι, λάτρεψα το τραγούδι, κι ακόμη το θεωρώ ένα από τα all time classic αγαπημένα μου. 


Θυμάμαι ότι την ημέρα που προβλήθηκαν τα βίντεο κλιπ από το ΡΙΚ είχαμε πάει οικογενειακώς εκδρομή στη Λάρνακα. Εκείνη τη μέρα όλοι συζητούσαν για «τα φιλμάκια που θα έδειχνε το ΡΙΚ». Ρώτησα να μου εξηγήσουν σε ποια φιλμάκια αναφέρονταν και μου είπαν «θυμάσαι πέρσι που είχαμε δει εκείνο τον διαγωνισμό μπλα, μπλα, μπλα» και τότε κατάλαβα ότι ο Διαγωνισμός ήταν ετήσιο γεγονός και ότι θα επαναλαμβάνονταν. Όταν γυρίσαμε σπίτι και καθίσαμε να δούμε τις συμμετοχές, με το που έπαιξε η Γιουγκοσλαβία, έγινε χαμός. And the rest is history.

Την επόμενη μέρα στο σχολείο όλοι μιλούσαν για το γιουγκοσλάβικο τραγούδι που είχε στίχο αφιερωμένο στη «σοκολάτα». Δέκα χρονών παιδάκια τότε, αυτό καταλαβαίναμε από όλο το τραγούδι. Το βρίσκαμε πάρα πολύ αστείο και συναρπαστικό. Η αδελφή μου είχε μάθει τη χορογραφία και την αναπαριστούσε με κάθε ευκαιρία (την έχουμε σε βίντεο και την απειλούμε να το ανεβάσουμε κάποτε στο youtube). Κάπως έτσι ξεκίνησα να βλέπω την κασέτα σε καθημερινή βάση, είχα μάθει πλέον όλα τα τραγούδια απέξω, γνώρισα τις ευρωπαϊκές χώρες, έμαθα τις σημαίες τους, τις πρωτεύουσές τους, και από εκεί που αναρωτιόμουν «πώς είναι δυνατόν να παρακολουθείς ένα πρόγραμμα με τόσες διαφορετικές, ακαταλαβίστικες γλώσσες», πλέον το θεωρούσα αυτονόητο, ότι αρέσει σε όλους και ότι είναι ό,τι καλύτερο δείχνει η τηλεόραση.

Το 1990 μου επετράπη να παρακολουθήσω τον Διαγωνισμό μέχρι τέλους. Ακόμα και την ψηφοφορία. Εν ολίγοις ήταν μία μορφή αποδοχής της ενηλικίωσης μου. Παρόλο που δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τη διαδικασία, ούτε καταλάβαινα ακριβώς πώς λειτουργούσε ο βαθμολογικός πίνακας και ποιος προπορευόταν, κάθισα με «τους μεγάλους» στο σαλόνι μέχρι τέλους. Θυμάμαι ότι κατά διαστήματα λόγω της μονότονης απονομής βαθμών κουτουλούσα από νύστα. Ο πατέρας μου που ξάπλωνε δίπλα μου στον καναπέ, κάθε φορά που η Κύπρος έπαιρνε βαθμούς, με σκουντούσε να ξυπνήσω. Θυμάμαι ότι από κάποια φάση και έπειτα, όταν κατάλαβα ότι η Κύπρος πάλι δεν θα κέρδιζε, αλλά ούτε η αγαπημένη μου Γιουγκοσλαβία, παραδόθηκα και απλά χάζευα τον πίνακα χωρίς να ενδιαφέρομαι για το ποιος κερδίζει.

Το 1990 κέρδισε ο Τότο Κουτούνιο με το Ινσιέμε. Ήταν ο αγαπημένος της μητέρας μου, η οποία καμωνόταν ότι είχε προβλέψει τη νίκη του από πολύ νωρίς. «Σας το έλεγα εγώ θα κερδίσει ο... λασιάτε μί καντάρε». Το Ίνσιέμε είναι μαζί με το love shine a light, η αγαπημένη μου νικητήρια συμμετοχή. Τότε όμως ήμουν πολύ μικρός για να την εκτιμήσω. Έπρεπε να μεγαλώσω για να αναγνωρίσω την υπεροχή της. Σήμερα το θεωρώ ύμνο και αν οι Ιταλοί δεν το χρησιμοποιήσουν στο Τορίνο θα χαλαστώ τα μάλα. Το ίδιο καλοκαίρι παιζόταν κι αυτό το τραγούδι παντού, στις παραλίες, στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, όπου πήγαινες. Εγώ ακόμη δεν χώνευα το γεγονός ότι χάσαμε. Ούτε το ότι η Τάτσι είχε έρθει έβδομη, ενώ ήμουν 100% σίγουρος ότι θα έκανε το doublé με το τραγούδι της.

Τον Διαγωνισμό του 1990 τον παρακολούθησα άπειρες φορές, σε βαθμό που είχα καταστρέψει τη βιντεοκασέτα, είχε φαγωθεί, και πλέον δεν μπορούσε να παίξει. Ευτυχώς που η γιαγιά μου είχε βιντεοσκοπήσει και εκείνη τον Διαγωνισμό από το σπίτι της και μου έμεινε προίκα η δική της. Για πολλά χρόνια απέφευγα να την χρησιμοποιώ για να μην φθαρεί κι εκείνη. Από το 1990 ξεκίνησε το πάθος μου και ακόμα και σήμερα όταν θέλω να ανατρέξω κάπου όπου μου προκαλείται χαρά και ασφάλεια, βάζω τη συγκεκριμένη κασέτα και την βλέπω. Δεν είναι φυσιολογικά πράματα αυτά. Αλλά μου προκαλούν τρομερή ευφορία για να τα απαρνηθώ. Ευτυχώς ή δυστυχώς αυτό το πράμα φθίνει με την ηλικία. Πλέον, με το πέρας του Διαγωνισμού σπανίως τον παρακολουθώ ξανά, πλην κάποιων χαϊλάιτ στο διαδίκτυο. Νομίζω η τελευταία φορά που παρακολούθησα κάποιον Διαγωνισμό για δεύτερη φορά ήταν το 2018 λόγω Φουρέιρα και 2ης θέσης. Κι αυτόν, ενόσω έκανα διάδρομο για να περάσει η ώρα. 


Σχόλια

  1. Θεότητα η γιαγιά σου. Αυτό έχω να πω. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο "λασιάτε μι καντάρε" Αχαχα... Έκλαψα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. χμμ.. προσπαθώ να θυμηθώ τις αντίστοιχες αναμνήσεις μου. θυμούμαι τη νύχτα που ήταν οι one ήταν το πανηγυράκι του δημοτικού τζιαι είχα έννοια να πάμε σπίτι έγκαιρα διότι εμφανίζονταν και νωρίς οι one. αλλά σίγουρα θυμούμαι τζιαι το Άνθος του λωτού τζιαι το Diva τζιαι το die for you. τζείντα χρόνια εθώρουν μόνο την αρκή τζιαι τα υπόλοιπα στην επανάληψη της Κυριακής. Έφκαλλε τζιαι το tv mania σελίδα με τον πίνακα για να σημειώνεις τις ψηφοφορίες, ήταν οι μεγάλες δόξες.
    Ίσως τα προηγούμενα χρόνια να μεν ήταν τόσο συστηματικές οι συμμετοχές μας τζιαι είμασταν κάπως μια με μια (διότι θυμούμαι να νομίζω ότι εν σαν τα τουρνουά του ποδοσφαίρου που κάποιοες χώρες απλά εν προκρίνουνται)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Θεέ μου, στους One ήσουν ακόμα Δημοτικό;! Εγώ ήμουν στο 1ο έτος!!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου